ποιημάτιον

ποιημάτιον
τὸ, Α [ποίημα, -ατος]
μικρό, ολιγόστιχο ποίημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ποιημάτιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιηματίων — ποιημάτιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιηματίῳ — ποιημάτιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιημάτια — ποιημάτιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”